Ελένη Χαλμαντζή - Ψυχολόγος

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016

Η κλοπή ως ψυχική ασθένεια




  Η κλοπή, υπό το πρίσμα του Ποινικού Κώδικα, είναι ένα έγκλημα, το οποίο τιμωρείται από τον νόμο. Πιο συγκεκριμένα, είναι το να αφαιρεί κάποιος ένα αντικείμενο από την κατοχή κάποιου άλλου, με σκοπό τη χρήση από τον νέο κάτοχο.

  Αν γυρίσουμε πίσω στο παρελθόν, θα παρατηρήσουμε ότι η κλοπή με διάφορες μορφές συναντάται σε όλες τις κοινωνικές ομάδες, σε όλες τις φυλές ανά τον κόσμο. Το κίνητρο; Άλλοτε οι οικονομικές συνθήκες, άλλοτε οι βιολογικές ανάγκες, άλλοτε τα ψυχολογικά αίτια.

  Σε αυτό το άρθρο, θα εστιάσουμε κυρίως σε αυτά. Πολλοί από εμάς θα μπορούσαμε να δικαιολογήσουμε μία συμπεριφορά ενός άστεγου, ο οποίος αρπάζει ένα καρβέλι ψωμί, χωρίς να πληρώσει, με το αίτιο της πείνας. Επίσης, θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε τη συμπεριφορά ενός επιχειρηματία, ο οποίος εξαιτίας της φιλοδοξίας και της απληστίας του, με νόμιμους ή μη τρόπους κατακτά τον επιχειρηματικό κόσμο “κλέβοντας” από μικρότερες ή μεγαλύτερες επιχειρήσεις.

  Τι γίνεται όμως, όταν ο “κλέφτης” αρπάζει χωρίς πραγματική ανάγκη, ή μάλλον χωρίς εμείς να μπορούμε να ερμηνεύσουμε την ανάγκη που έχει. Πρόκειται για την κλεπτομανία, μία ακαταμάχητη ανάγκη του να κλέβεις, χωρίς όμως να υπάρχει ένα προμελετημένο σχέδιο ή κάποια βιολογική-οικονομική ανάγκη.

  Εντάσσεται στις ψυχικές διαταραχές, όπου το άτομο αδυνατεί να ελέγξει τον εαυτό του. Μία πηγαία παρόρμηση τον ωθεί να κλέψει αντικείμενα, τα οποία στην πραγματικότητα του είναι άχρηστα και περιττά, και που ίσως την επομένη, τα πετάξει κιόλας.

  Ο κλεπτομανής είναι σαν να υπακούει σε μία άρρητη διαταγή που του λέει “πάρε ότι μπορείς, κλέψε, γέμισε το κενό τώρα”. Τι είναι αυτό το κενό; Πρόκειται για το συναισθηματικό κενό που βρίσκεται μέσα του και του δημιουργεί τεράστια ένταση, η οποία κατευνάζεται στην παρούσα φάση με την κλοπή.

  Η ένταση γίνεται ικανοποίηση, ευχαρίστηση και ευφορία, όμως μετά την ανακούφιση και το σβήσιμο της έντασης, άλλα συναισθήματα έρχονται να κατακλύσουν το άτομο με κλεπτομανία. Οι τύψεις, η θλίψη, ο φόβος έρχονται να καλύψουν τη στιγμιαία πληρότητα που ένιωσε ο κλεπτομανής.

  Το άτομο που πάσχει, γνωρίζει καλά πως ότι κάνει δεν είναι αποδεκτό και θεμιτό από την κοινωνία και μια νέα ένταση τώρα έρχεται να τον κυριεύσει μαζί με εσωτερικές συγκρούσεις για την πράξη του και τεράστιο θυμό. Όμως, η παρόρμηση και η αδυναμία αυτοελέγχου είναι μεγαλύτερες από την ικανότητα του να σκέφτεται και να πράττει λογικά.

  Όπως, λοιπόν, θα βοηθούσαμε έναν άνθρωπο που πεινάει, δίνοντάς του ένα κομμάτι ψωμί, ώστε να μη φτάνει στο σημείο να διαπράττει την κλοπή, αντίστοιχα θα πρέπει να στηρίξουμε έναν ψυχικά ασθενή με την κατανόηση μας και με το να ακούσουμε τις ανάγκες του, βοηθώντας τον να τις αναγνωρίσει και να τις καλύψει ψυχοσυναισθηματικά και όχι υλιστικά.