Ελένη Χαλμαντζή - Ψυχολόγος

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Η ζήλεια στο οικογενειακό πλαίσιο και πως αυτή αναπτύσσεται στα αδέλφια.



 Η ζήλεια είναι ένα αρνητικό συναίσθημα, που είναι αποτέλεσμα του ότι το παιδί βιώνει μια συναισθηματική στέρηση. Με άλλα λόγια θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ζήλεια είναι ένα συναίσθημα, που βιώνει το παιδί, όταν επιθυμεί να έχει κάτι, το οποίο, κατά τη γνώμη του, κατέχει κάποιος άλλος. Αυτός ο «κάποιος άλλος», μπορεί να είναι ο αδελφός ή η αδελφή.

  Η ζήλεια προϋποθέτει, ότι το παιδί αισθάνεται ότι έχει χάσει πλέον, αυτό το οποίο του ανήκε ή του ανήκει και επιθυμεί να το ξαναποκτήσει και που, συνήθως, είναι η αγάπη, η κατανόηση και η προστασία. Για το μικρό παιδί, αυτά εκφράζονται με πολύ απλά πράγματα, όπως με ένα παιχνίδι, με μια μπάλα διαφορετικού χρώματος, με ένα καινούριο ρούχο ή ακόμη με ένα χαμόγελο και μια γλυκιά ματιά.

  Η ζήλεια ξεκινάει από πολύ νωρίς, από το δεύτερο εξάμηνο της ζωής του παιδιού, γίνεται κυρίως εμφανής στο τέλος του πρώτου έτους και συνεχίζεται σε όλη την αναπτυξιακή του πορεία.

  Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική άποψη αυτή έχει τις ρίζες της στην αγάπη και το μίσος, που εγκαθιδρύονται στην παιδική ψυχή αμέσως μετά την γέννησή του, επιθυμεί αλλά και έχει την ανάγκη της ικανοποίησης των αναγκών του, όχι μόνο των βιολογικών, αλλά και των ψυχολογικών(ανάγκη συναισθηματικής ανταπόκρισης από το περιβάλλον, αγάπης και αποδοχής). Η ικανοποίηση αυτών των αναγκών, κυρίως από τη μητέρα, του δημιουργεί το αίσθημα της ασφάλειας και της εμπιστοσύνης.

  Ανάλογα λοιπόν, με την ανταπόκριση της μητέρας και του περιβάλλοντος, ανταπόκριση ικανοποιητική ή όχι, σ’ αυτές του τις ανάγκες, το παιδί αρχίζει και βιώνει προς αυτή, αλλά και τα πρόσωπα του περιβάλλοντος, θετικά συναισθήματα «αγάπης», αλλά και συναισθήματα αρνητικά, όπως είναι το μίσος. Πρόκειται για μια συναισθηματική αμφιθυμία, η οποία χαρακτηρίζει τη συναισθηματικότητα του ατόμου σε όλη του τη ζωή.

  Έτσι, η σχέση του βρέφους με τους γονείς και κυρίως με τη μητέρα, έχει σαν αποτέλεσμα τη συνύπαρξη δίπλα στη θετική όψη, που είναι η αγάπη και στοιχείων αντιπαλότητας προς τους γονείς. Αυτό το μείγμα των συναισθημάτων θα εκδηλωθεί αργότερα και στη σχέση του παιδιού με τα αδέλφια του και αποτελεί τη βάση και την αιτία της δημιουργίας ανταγωνισμού και συγκρούσεων μεταξύ των αδελφών, οι οποίες οφείλονται στην αδελφική ζήλεια, που γεννιέται και αναπτύσσεται στη συνέχεια. Έτσι, το κάθε παιδί είναι περισσότερο έντονα ζηλιάρικο για τα αδέλφια του στο βαθμό, που αυτά αποτελούν τους ανταγωνιστές, όσον αφορά την αγάπη των γονιών του.

  Η ζήλεια είναι ένα πραγματικό, φυσιολογικό και ψυχικό φαινόμενο, που εντάσσεται στην παιδική συναισθηματικότητα. Όμως, το ότι το παιδί ζηλεύει τον αδελφό του, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν τον αγαπά. Μπορεί αγαπώντας το αδελφάκι του και να το ζηλεύει, να το απεχθάνεται κάποιες φορές, όπως συμβαίνει και σε μας τους μεγάλους σε αντίστοιχες περιπτώσεις. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε «η πρώτη μας αγάπη και το πρώτο μας μίσος κατευθύνονται στον αδελφό μας» όπως είχε πει ο Otto Rank.

  Η ζήλεια είναι μια χαρακτηριστική μορφή της παιδικής συμπεριφοράς, η οποία υπάρχει και εκδηλώνεται σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις. Το παιδί είναι ζηλιάρικο, τόσο μέσα στις πολυμελείς, όσο και στις ολιγομελείς οικογένειες. Εκείνο στο οποίο διαφέρει, κατά περίπτωση, είναι ο βαθμός και η ένταση της ζήλειας, ο οποίος είναι ανάλογος με την ιδιοσυγκρασία του κάθε παιδιού, αλλά και τις ιδιαίτερες οικογενειακές συνθήκες.

  Η παιδική ζήλεια χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και είναι απαραίτητο να υπάρξουν η έγκαιρη παρέμβαση και η αντιμετώπιση της, διότι αν υιοθετηθεί σαν μορφή συμπεριφοράς μέσα στην οικογένεια, θα εδραιωθεί και θα γενικευθεί σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις(σχολείο, συνομήλικους, σχέσεις με το άλλο φύλο αργότερα) δημιουργώντας ιδιαίτερες δυσκολίες προσαρμογής του ατόμου.

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

Πως αναπτύσσονται οι σχέσεις μεταξύ των παιδιών μέσα στην οικογένεια.



  Γνωρίζουμε όλοι, ότι μέσα στην οικογένεια, εκτός από τους γονείς υπάρχουν και τα αδέλφια. Έτσι, δίπλα στο «εμείς», που αποτελεί το κάθε παιδί με τους γονείς του, υπάρχει και το «εμείς», το οποίο δημιουργείται από την ομάδα των παιδιών. Μάλιστα, ανάλογα με τον αριθμό των παιδιών, διαμορφώνονται και υποομάδες αδελφών.

  Έτσι, οι σχέσεις, που αναπτύσσονται μεταξύ όλων των μελών της οικογένειας χαρακτηρίζονται ως κάθετες, που είναι οι σχέσεις γονέων-παιδιών και ως οριζόντιες, που είναι οι σχέσεις των παιδιών μεταξύ τους.

  Στην πραγματικότητα, όταν μιλάμε για σχέσεις των παιδιών μεταξύ τους, μιλάμε για διαφορετικές ομάδες στις οποίες υπάρχουν περισσότερα από ένα παιδιά, τα οποία είναι διαφορετικά τα μεν από τα δε και στις οποίες ο αριθμός, η σειρά, η ηλικία, το φύλο αλλά και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσωπικότητας του καθενός, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των μεταξύ τους σχέσεων.

  Οι σχέσεις αυτές, οι οποίες διαφοροποιούνται από οικογένεια σε οικογένεια, γίνονται πολυπλοκότερες, αν λάβει κανείς υπόψη του και τις διαφορετικές στάσεις των γονιών, όσον αφορά τα παιδιά γενικότερα, αλλά και το κάθε παιδί ειδικότερα, με αποτέλεσμα σε κάθε οικογένεια να διαμορφώνονται διαφορετικές σχέσεις των παιδιών μεταξύ τους.

  Η ύπαρξη αδελφών μέσα στην οικογενειακή ομάδα είναι σημαντική για το κάθε παιδί, έχει και θετικές, αλλά και αρνητικές επιπτώσεις, ανάλογα με το πώς διαμορφώνονται οι μεταξύ τους σχέσεις. Έτσι, κατά πρώτον, το να έχει ένα παιδί αδέλφια αυτό το βοηθάει πάρα πολύ, διότι έχει μια πρώτη σημαντική εμπειρία άλλων παιδιών, περίπου συνομηλίκων και μέσα από όλη αυτή την εμπειρία και τις σχέσεις, που δημιουργούνται μεταξύ τους, το κάθε παιδί μαθαίνει:

-      Να μοιράζεται

-      Να βοηθάει

-      Να συνεργάζεται

-      Να βρίσκει τη θέση και το ρόλο του μέσα στην ομάδα

-      Να αποδέχετaαι τη διαφορετικότητα

-      Να βιώνει θετικά συναισθήματα για τον άλλον

-      Να συνυπάρχει και να συμβιώνει με άλλα παιδιά

-      Να παίρνει πληροφορίες για το άλλο φύλο(στην περίπτωση που τα αδέλφια είναι διαφορετικού φύλου).

  Όλη αυτή η εμπειρία και οι ανταλλαγές μεταξύ αδελφών το βοηθάνε, αλλά και θα το βοηθήσουν στη λειτουργία του και στην προσαρμογή του σε άλλες ομάδες, εξωοικογενειακές (σχολικές, της γειτονιάς), αλλά και κοινωνικές και εργασιακές αργότερα.

  Από την άλλη πλευρά, η ύπαρξη των αδελφών επιδρά και αρνητικά καθ’ ότι οι μεταξύ τους σχέσεις χαρακτηρίζονται από αντιπαλότητα και ανταγωνιστικότητα, συνοδευόμενες με έντονες συναισθηματικές φορτίσεις, που εκφράζονται με αρνητικά συναισθήματα.

  Έτσι, δίπλα στο θετικό συνυπάρχει και το αρνητικό και οι αδελφικές σχέσεις διακυμαίνονται από το θετικό, που είναι η αγάπη, μέχρι το αρνητικό, που είναι το μίσος και εκφράζεται με ζήλεια, η οποία χρήζει ιδιαίτερης προσοχής και έγκαιρης παρέμβασης, ώστε να μην κυριαρχήσει και γενικευθεί σε όλα τα επίπεδα αργότερα και σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις. Γιατί μην ξεχνάμε πως είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας, ο οποίος επιδρά και καθορίζει όλη τη δόμηση του ψυχισμού του παιδιού. Θα πρέπει να αποδεχόμαστε και τις αρνητικές και τις θετικές εκφράσεις της συμπεριφοράς του παιδιού μας και να είμαστε πάντα δίπλα του.

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

Σχέσεις γονέων και παιδιών πώς μπορούμε να τις βελτιώσουμε.


  Η αποδοχή του παιδιού αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα για την ανάπτυξη ενός ψυχικά και σωματικά υγιούς ατόμου. Οι γονείς οι οποίοι αποδέχονται τα παιδιά τους είναι φιλικοί και στοργικοί μαζί τους. Ο γονεϊκός ρόλος έχει δύο βασικές διαστάσεις: η μία ορίζεται κυρίως από την συναισθηματική στάση – τα δύο άκρα της οποίας αποτελεί η αποδοχή ή η απόρριψη του παιδιού – και η άλλη από τον τρόπο άσκησης της πειθαρχίας.

  Σε σύγκριση με τους απορριπτικούς γονείς, οι γονείς οι οποίοι αποδέχονται τα παιδιά τους δείχνουν την αγάπη τους προς το παιδί περισσότερο, το ενισχύουν και το επιδοκιμάζουν ψυχολογικά πολύ περισσότερο, κάνουν διάφορες δραστηριότητες μαζί και παίρνουν ευχαρίστηση από τη συντροφιά του, δείχνουν κατανόηση για τα σφάλματα και τις δυσκολίες του παιδιού.

  Αντίθετα, οι απορριπτικοί γονείς, δείχνουν λιγότερο την αγάπη τους και μεγαλοποιούν τα λάθη των παιδιών τους, δείχνοντας επιλεκτική προσοχή στα σφάλματα και στις ατέλειες του παιδιού. Οι δύο ομάδες γονέων διαφέρουν επίσης ως προς το συναισθηματικό τόνο. Οι απορριπτικοί γονείς στην καθημερινή τους συμπεριφορά είναι συνήθως, οξύθυμοι, βίαιοι και τραχείς, ενώ οι στοργικοί και φιλικοί γονείς είναι ήρεμοι, ήπιοι και μαλακοί. Η αποδοχή του παιδιού από το γονέα αποτελεί τον πρωταρχικό παράγοντα για την ανάπτυξη μιας υγιούς προσωπικότητας. Η απόρριψη του παιδιού προκαλεί ανασφάλεια, χαμηλή αυτοεκτίμηση, έλλειψη εμπιστοσύνης και οδηγεί το παιδί να βιώνει ματαίωση, θυμό και φόβο.

  Βέβαια οι περισσότεροι γονείς δεν είναι τόσο ακραίοι στη συμπεριφορά τους. Η συναισθηματική φόρτιση είναι συχνά εκείνη που μπορεί να οδηγήσει στην απόρριψη του παιδιού από τον γονέα. Οι γονείς είναι και αυτοί άνθρωποι, άρα έχουν ‘ατέλειες’.
  Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να κάνουν λάθη σε διάφορες εκτιμήσεις τους ή μπορεί να μη γνωρίζουν πώς να αντιμετωπίσουν ορισμένες καταστάσεις με τα παιδιά τους. Επίσης, ως γονείς θα πρέπει να αποδεχτούμε το γεγονός ότι πολλές από τις συμπεριφορές των παιδιών μας εκνευρίζουν ή δεν τις αποδεχόμαστε και ότι μπορεί ένα παιδί να μας εκνευρίζει λιγότερο από το άλλο. Αυτό μπορεί να έχει να κάνει με τη συμπεριφορά ή με το φύλο του παιδιού. Πολλοί γονείς είναι περισσότερο ανεκτικοί στη συμπεριφορά των αγοριών, από ότι σε εκείνη των κοριτσιών τους ή και το αντίθετο.

  Υπάρχουν διάφορες μορφές πειθαρχίας τις οποίες χρησιμοποιούν οι γονείς προκειμένου να αναθρέψουν ηθικά και υπεύθυνα άτομα που θα συνεισφέρουν στην κοινωνία και θα ζήσουν ευτυχισμένα.
  Η πειθαρχία έχει την έννοια να γνωρίσουμε στα παιδιά τα όρια της συμπεριφοράς τους, να τα διαπαιδαγωγήσουμε σωστά. Οι μορφές της πειθαρχίας που θα υιοθετήσουν οι γονείς, έχουν να κάνουν και με τα δικά τους προσωπικά βιώματα όταν ήταν παιδιά, και με τον προσωπικό τους χαρακτήρα, αλλά και με την επικρατούσα κοσμοθεωρία. Η πειθαρχία μπορεί να είναι εξουσιαστική και μη-εξουσιαστική.

  Στην εξουσιαστική πειθαρχία επιβάλλουμε συμπεριφορές με την τιμωρία, τον έλεγχο, τις απαιτήσεις, τις απαγορεύσεις ή με τις αμοιβές, λέγοντας ότι «έτσι πρέπει να γίνει, γιατί στο λέω εγώ». Οι τρόποι αυτοί διαπαιδαγώγησης δημιουργούν σχέσεις εξουσίας με μονόπλευρες απαιτήσεις, καθήκοντα, όρια και συγκρούσεις και οδηγούν σε συμμόρφωση και συμβιβασμό.

  Έτσι αναπτύσσονται αρνητικά συναισθήματα στο παιδί και χάνεται ο αρχικός του αυθορμητισμός. Όταν, για παράδειγμα, η πειθαρχία συνεπάγεται ξυλοδαρμό, το παιδί χάνει την εμπιστοσύνη του προς τον γονιό και νιώθει ανασφάλεια. Αρχίζει να πιστεύει ότι επιτρέπεται να χτυπά κανείς αυτόν που αγαπά.

  Στην μη-εξουσιαστική πειθαρχία, βασιζόμαστε στην καλή επικοινωνία και τον αμοιβαίο σεβασμό με το παιδί. Τα παιδιά χρειάζονται συναισθηματική στήριξη από τους γονείς τους προκειμένου να εξελιχθούν σε ευτυχισμένα ενήλικα άτομα. Μια τέτοιου είδους στήριξη πρέπει να περιλαμβάνει τον σεβασμό του παιδιού, τον σεβασμό των δικαιωμάτων του και την αποδοχή των συναισθημάτων του.

  Τέλος, στην μη-εξουσιαστική πειθαρχία, η διαπαιδαγώγηση του παιδιού στηρίζεται στην εμπιστοσύνη, την ειλικρίνεια και την εξήγηση. Όταν οι κανόνες δεν συνοδεύονται από εξηγήσεις δείχνουν μια υποτίμηση του παιδιού. Όταν η σχέση μας με το παιδί βασίζεται στην αμοιβαία ειλικρίνεια και σεβασμό, το προσεγγίζουμε ως άτομο με οντότητα και θεωρούμε ότι μπορούμε να του εξηγήσουμε τις επιπτώσεις κάποιας συμπεριφοράς και το παιδί να καταλάβει αν πρέπει να την επαναλάβει ή όχι. Με τον τρόπο αυτό οδηγούμε το παιδί σιγά-σιγά στον αυτοέλεγχο της συμπεριφοράς.