Ελένη Χαλμαντζή - Ψυχολόγος

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

Σχέσεις γονέων και παιδιών πώς μπορούμε να τις βελτιώσουμε.


  Η αποδοχή του παιδιού αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα για την ανάπτυξη ενός ψυχικά και σωματικά υγιούς ατόμου. Οι γονείς οι οποίοι αποδέχονται τα παιδιά τους είναι φιλικοί και στοργικοί μαζί τους. Ο γονεϊκός ρόλος έχει δύο βασικές διαστάσεις: η μία ορίζεται κυρίως από την συναισθηματική στάση – τα δύο άκρα της οποίας αποτελεί η αποδοχή ή η απόρριψη του παιδιού – και η άλλη από τον τρόπο άσκησης της πειθαρχίας.

  Σε σύγκριση με τους απορριπτικούς γονείς, οι γονείς οι οποίοι αποδέχονται τα παιδιά τους δείχνουν την αγάπη τους προς το παιδί περισσότερο, το ενισχύουν και το επιδοκιμάζουν ψυχολογικά πολύ περισσότερο, κάνουν διάφορες δραστηριότητες μαζί και παίρνουν ευχαρίστηση από τη συντροφιά του, δείχνουν κατανόηση για τα σφάλματα και τις δυσκολίες του παιδιού.

  Αντίθετα, οι απορριπτικοί γονείς, δείχνουν λιγότερο την αγάπη τους και μεγαλοποιούν τα λάθη των παιδιών τους, δείχνοντας επιλεκτική προσοχή στα σφάλματα και στις ατέλειες του παιδιού. Οι δύο ομάδες γονέων διαφέρουν επίσης ως προς το συναισθηματικό τόνο. Οι απορριπτικοί γονείς στην καθημερινή τους συμπεριφορά είναι συνήθως, οξύθυμοι, βίαιοι και τραχείς, ενώ οι στοργικοί και φιλικοί γονείς είναι ήρεμοι, ήπιοι και μαλακοί. Η αποδοχή του παιδιού από το γονέα αποτελεί τον πρωταρχικό παράγοντα για την ανάπτυξη μιας υγιούς προσωπικότητας. Η απόρριψη του παιδιού προκαλεί ανασφάλεια, χαμηλή αυτοεκτίμηση, έλλειψη εμπιστοσύνης και οδηγεί το παιδί να βιώνει ματαίωση, θυμό και φόβο.

  Βέβαια οι περισσότεροι γονείς δεν είναι τόσο ακραίοι στη συμπεριφορά τους. Η συναισθηματική φόρτιση είναι συχνά εκείνη που μπορεί να οδηγήσει στην απόρριψη του παιδιού από τον γονέα. Οι γονείς είναι και αυτοί άνθρωποι, άρα έχουν ‘ατέλειες’.
  Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να κάνουν λάθη σε διάφορες εκτιμήσεις τους ή μπορεί να μη γνωρίζουν πώς να αντιμετωπίσουν ορισμένες καταστάσεις με τα παιδιά τους. Επίσης, ως γονείς θα πρέπει να αποδεχτούμε το γεγονός ότι πολλές από τις συμπεριφορές των παιδιών μας εκνευρίζουν ή δεν τις αποδεχόμαστε και ότι μπορεί ένα παιδί να μας εκνευρίζει λιγότερο από το άλλο. Αυτό μπορεί να έχει να κάνει με τη συμπεριφορά ή με το φύλο του παιδιού. Πολλοί γονείς είναι περισσότερο ανεκτικοί στη συμπεριφορά των αγοριών, από ότι σε εκείνη των κοριτσιών τους ή και το αντίθετο.

  Υπάρχουν διάφορες μορφές πειθαρχίας τις οποίες χρησιμοποιούν οι γονείς προκειμένου να αναθρέψουν ηθικά και υπεύθυνα άτομα που θα συνεισφέρουν στην κοινωνία και θα ζήσουν ευτυχισμένα.
  Η πειθαρχία έχει την έννοια να γνωρίσουμε στα παιδιά τα όρια της συμπεριφοράς τους, να τα διαπαιδαγωγήσουμε σωστά. Οι μορφές της πειθαρχίας που θα υιοθετήσουν οι γονείς, έχουν να κάνουν και με τα δικά τους προσωπικά βιώματα όταν ήταν παιδιά, και με τον προσωπικό τους χαρακτήρα, αλλά και με την επικρατούσα κοσμοθεωρία. Η πειθαρχία μπορεί να είναι εξουσιαστική και μη-εξουσιαστική.

  Στην εξουσιαστική πειθαρχία επιβάλλουμε συμπεριφορές με την τιμωρία, τον έλεγχο, τις απαιτήσεις, τις απαγορεύσεις ή με τις αμοιβές, λέγοντας ότι «έτσι πρέπει να γίνει, γιατί στο λέω εγώ». Οι τρόποι αυτοί διαπαιδαγώγησης δημιουργούν σχέσεις εξουσίας με μονόπλευρες απαιτήσεις, καθήκοντα, όρια και συγκρούσεις και οδηγούν σε συμμόρφωση και συμβιβασμό.

  Έτσι αναπτύσσονται αρνητικά συναισθήματα στο παιδί και χάνεται ο αρχικός του αυθορμητισμός. Όταν, για παράδειγμα, η πειθαρχία συνεπάγεται ξυλοδαρμό, το παιδί χάνει την εμπιστοσύνη του προς τον γονιό και νιώθει ανασφάλεια. Αρχίζει να πιστεύει ότι επιτρέπεται να χτυπά κανείς αυτόν που αγαπά.

  Στην μη-εξουσιαστική πειθαρχία, βασιζόμαστε στην καλή επικοινωνία και τον αμοιβαίο σεβασμό με το παιδί. Τα παιδιά χρειάζονται συναισθηματική στήριξη από τους γονείς τους προκειμένου να εξελιχθούν σε ευτυχισμένα ενήλικα άτομα. Μια τέτοιου είδους στήριξη πρέπει να περιλαμβάνει τον σεβασμό του παιδιού, τον σεβασμό των δικαιωμάτων του και την αποδοχή των συναισθημάτων του.

  Τέλος, στην μη-εξουσιαστική πειθαρχία, η διαπαιδαγώγηση του παιδιού στηρίζεται στην εμπιστοσύνη, την ειλικρίνεια και την εξήγηση. Όταν οι κανόνες δεν συνοδεύονται από εξηγήσεις δείχνουν μια υποτίμηση του παιδιού. Όταν η σχέση μας με το παιδί βασίζεται στην αμοιβαία ειλικρίνεια και σεβασμό, το προσεγγίζουμε ως άτομο με οντότητα και θεωρούμε ότι μπορούμε να του εξηγήσουμε τις επιπτώσεις κάποιας συμπεριφοράς και το παιδί να καταλάβει αν πρέπει να την επαναλάβει ή όχι. Με τον τρόπο αυτό οδηγούμε το παιδί σιγά-σιγά στον αυτοέλεγχο της συμπεριφοράς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου