Ελένη Χαλμαντζή - Ψυχολόγος

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

Ψυχωτική διαταραχή, συμπτώματα και επανένταξη στην κοινωνία.



  Περίπου το 1% του πληθυσμού αναπτύσσει σχιζοφρένεια κατά τη διάρκεια της ζωής του. Κατά την διάρκεια ενός έτους περίπου 0,11 - 0,14 ανά 1000 άτομα θα εμφανίσουν για πρώτη φορά σχιζοφρένεια. Μια δεδομένη χρονική στιγμή, 2,5 - 5 ανά 1000 άτομα έχουν την διάγνωση της σχιζοφρένειας. Η διαταραχή εμφανίζεται το ίδιο συχνά σε άντρες και γυναίκες και οι πληροφορίες που αναφέρονται σ' αυτό το κείμενο ισχύουν και για τα δύο φύλα. Μια διαφορά μεταξύ των δύο φύλων αφορά την ηλικία εμφάνισης των πρώτων ψυχωτικών εκδηλώσεων: οι άντρες νοσούν πιο συχνά μεταξύ 15 - 25 ετών και οι γυναίκες μεταξύ 25 - 35 ετών.

   Η εμφάνιση της σχιζοφρένειας πριν την ηλικία των 10 ετών και μετά τα 50 είναι εξαιρετικά σπάνια. Λιγότερο φανερά συμπτώματα όπως η κοινωνική απομόνωση ή απόσυρση, ασυνήθιστη ομιλία ή σκέψη ή συμπεριφορά, μπορεί να προηγούνται ή να έπονται των πρώτων ψυχωτικών συμπτωμάτων.

  Τα συμπτώματα της σχιζοφρένειας είναι οι Ψευδαισθήσεις. Ο κόσμος του σχιζοφρενικού ασθενούς μπορεί να κυριαρχείται από ψευδαισθήσεις, δηλαδή μπορεί να αντιλαμβάνεται πράγματα που στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν. Για παράδειγμα, μπορεί να ακούει φωνές που να του λένε να κάνει συγκεκριμένα πράγματα, να βλέπει ανθρώπους ή αντικείμενα που στην πραγματικότητα δεν είναι μπροστά του, ή να αισθάνεται αόρατα χέρια να αγγίζουν το σώμα του.

  Οι ψευδαισθήσεις αυτές μπορεί να είναι αρκετά τρομακτικές. Το άκουσμα φωνών που οι άλλοι άνθρωποι δεν ακούν είναι ο πιο συχνός τύπος ψευδαίσθησης στην σχιζοφρένεια. Οι φωνές αυτές μπορεί να σχολιάζουν τις ενέργειες του ασθενούς, να μιλούν μεταξύ τους για τον ασθενή, να τον προειδοποιούν για επερχόμενους κινδύνους ή να δίνουν εντολές στον ασθενή για το τι να κάνει.

  Επιπλέον είναι οι Παραληρητικές Ιδέες όπου είναι οι πεποιθήσεις ή πίστεις του ασθενούς που είναι ψευδείς, δεν υπόκεινται στον έλεγχο της λογικής, παραμένουν παρά τις περί του αντιθέτου αποδείξεις και δεν αποτελούν μέρος του πολιτισμικού περιβάλλοντος του ασθενούς. Οι παραληρητικές ιδέες είναι συχνές στην σχιζοφρένεια και μπορεί να έχουν διάφορα θέματα, όπως ιδέες μεγαλείου, ιδέες δίωξης (ότι άλλοι άνθρωποι θέλουν το κακό του ασθενούς) κλπ.

  Μερικές φορές τα παραληρήματα στη σχιζοφρένεια είναι εξαιρετικά παράξενα - για παράδειγμα, η πεποίθηση ότι οι γείτονες ελέγχουν την συμπεριφορά του ασθενούς με την βοήθεια μαγνητικών κυμάτων, ή ότι οι παρουσιαστές της τηλεόρασης απευθύνουν ειδικά στον ασθενή ιδιαίτερα μηνύματα ή ότι η σκέψη του ασθενούς εκπέμπεται και γίνεται γνωστή και σε άλλους. Οι παραληρητικές ιδέες δίωξης, που είναι συχνές στην παρανοειδή σχιζοφρένεια, είναι παράλογες και ψευδείς πεποιθήσεις των ασθενών που πιστεύουν ότι άλλοι μπορεί να θέλουν το κακό τους, ότι τους κλέβουν, ότι προσπαθούν να τους δηλητηριάσουν ή ότι συνωμοτούν εναντίον τους. Ο ασθενής μπορεί να πιστεύει ότι ο ίδιος, ένα μέλος της οικογενείας του ή κάποιος άλλος είναι ο στόχος αυτής της φανταστικής καταδίωξης.

  Και τέλος η Αποδιοργανωμένη Σκέψη. Συχνά, η σκέψη του σχιζοφρενικού ασθενούς επηρεάζεται από την ασθένεια. Ο ασθενής μπορεί για ώρες να μην μπορεί να σκεφτεί "κανονικά". Οι σκέψεις μπορεί να έρχονται και να φεύγουν πολύ γρήγορα από το μυαλό του και να μην μπορεί να τις "πιάσει". Ο ασθενής μπορεί να μην έχει την δυνατότητα να συγκεντρωθεί για αρκετό χρόνο σε μια του σκέψη και μπορεί εύκολα να αποσπάται και να μην είναι ικανός να εστιάσει κάπου την προσοχή του.

  Μία από τις σημαντικότερες αιτίες των υψηλών ποσοστών υποτροπής είναι η έλλειψη συμμόρφωσης στη θεραπεία. Οι νοσηλευόμενοι ασθενείς έχουν ποσοστά μη συμμόρφωσης από 10 έως 30%, ενώ οι κοινοτικές δομές αναφέρουν υψηλότερα ποσοστά που κυμαίνονται από 40 έως 50%. Σε κάποιες μελέτες το ποσοστό μη συμμόρφωσης στη θεραπεία στη διάρκεια ενός έτους μετά από το πρώτο επεισόδιο έφτασε το 59%. Το πραγματικό ποσοστό μη συμμόρφωσης πρέπει να είναι υψηλότερο, αφού οι μετρήσεις δεν υπολογίζουν τα άτομα που αρνούνται την αγωγή ή εγκαταλείπουν την παρακολούθηση.

  Έχει διαπιστωθεί ότι οι ασθενείς και οι οικογένειές τους που έχουν συμμετάσχει σε ψυχοεκπαιδευτικές ομάδες παρουσιάζουν βελτίωση στην πρόληψη των υποτροπών, στη «συμμόρφωση» με τη φαρμακευτική αγωγή, στην καλύτερη κοινωνική προσαρμογή, στην ικανοποίηση από τη φαρμακευτική αγωγή, στην καλύτερη ενημέρωση για την ασθένειά τους, και στην απομυθοποίηση και αποστιγματοποίηση της ψυχικής νόσου. Ο πλήρης ψυχοεκπαιδευτικός κύκλος είναι 10 συναντήσεις, με συχνότητα μία ανά εβδομάδα, διάρκειας μίας ώρας η κάθε μία. Με απλό τρόπο αλλά με πλήρη επιστημονική τεκμηρίωση και με σεβασμό στο ιατρικό απόρρητο, δίδεται μία πλήρης πληροφόρηση σε όλα τα θέματα που αφορούν την ψυχική νόσο και ειδικότερα την σχιζοφρένεια.

  Τα τελευταία χρόνια με το κίνημα του αποϊδρυματισμού και την αντιμετώπιση του αρρώστου έξω από το ίδρυμα, στην κοινότητα, ο ρόλος της οικογένειας γίνεται ακόμη πιο σημαντικός αφού η οικογένεια αποτελεί το κύριο φυσικό υποστηρικτικό σύστημα για τον άρρωστο και τη βασική και πολλές φορές μοναδική πηγή φροντίδας. Για να βοηθηθούν οι οικογένειες ν' αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της ψυχικής διαταραχής έχουν αναπτυχθεί σύγχρονες παρεμβάσεις που απευθύνονται στην οικογένεια, όπως οι ψυχοεκπαιδευτικές ομάδες συγγενών, οι υποστηρικτικές ομάδες συγγενών και οι ομάδες αυτοβοήθειας. Οι ψυχοεκπαιδευτικές ομάδες συγγενών είναι εξαιρετικά χρήσιμες στην υπεύθυνη ενημέρωση των οικογενειών για την αρρώστια και την αποτελεσματική αντιμετώπισή της.

  Βέβαια όλες αυτές οι ομαδικές παρεμβάσεις δεν είναι πανάκεια. Είναι όμως ένας σημαντικός κρίκος στην αλυσίδα των παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση της σοβαρής ψυχικής ασθένειας που αναφέρονται στη οικογένεια. Ο εκπαιδευτικός και υποστηρικτικός τους ρόλος έχει ανεκτίμητη θεραπευτική αξία.

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Τι είναι το κοινωνικό άγχος και πότε γίνεται ανασταλτικός παράγοντας στην καθημερινότητά μας.


 
 Πολλοί από εμάς όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με διάφορες κοινωνικές καταστάσεις νιώθουμε αμηχανία, ίσως άβολα ή ακόμα και άγχος. Όταν συναντάμε άτομα για πρώτη φορά ή άτομα σημαντικά για εμάς, όταν πρόκειται να μιλήσουμε σε ένα κοινό ή ακόμα και σε μία παρέα, όταν καλούμαστε να πούμε την γνώμη μας ή να παρουσιάσουμε τον εαυτό μας. Επίσης όταν επικοινωνούμε με άτομα του αντίθετου φύλου, μπορεί οι παλμοί μας  να ανεβαίνουν, να αρχίζει να χτυπά πιο γρήγορα η καρδιά μας, να κοκκινίζουμε, να σκεφτόμαστε ότι η φωνή μας δεν θα είναι σταθερή και ότι μπορεί να μη γίνουμε αρεστοί.
 Ο βαθμός που τα παραπάνω μας εμποδίζουν τελικά στις κοινωνικές μας συναναστροφές διαφέρει για τον καθένα από εμάς ή μπορεί να διαφέρει και για το ίδιο το άτομο ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Έτσι, κάποιος μπορεί να έχει πολύ άγχος όταν βρίσκεται σε μία παρέα με άτομα που τα συναντά για πρώτη φορά, και να παραμένει σιωπηλός, αλλά να βιώνει λιγότερο άγχος όταν μιλάει πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον άγνωστο.
 Ο βαθμός επομένως που το κοινωνικό άγχος μας εμποδίζει ή όχι στις κοινωνικές μας συναναστροφές είναι αυτός που καθορίζει τελικά και το αν αυτό αποτελεί πρόβλημα για εμάς ή όχι.
Επιγραμματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι όταν το κοινωνικό άγχος, μας στερεί τη δυνατότητα να συναναστραφούμε με τους άλλους  και να πάρουμε ικανοποίηση και ευχαρίστηση από τις συναναστροφές μας, τότε το κοινωνικό άγχος επιδρά αρνητικά στην ποιότητα της ζωής μας και είναι δυσλειτουργικό για εμάς.
 Αντίθετα, όταν το άγχος που εμφανίζεται σε διάφορες κοινωνικές καταστάσεις, μας προκαλεί δυσφορία μόνο στην αρχή και στην συνέχεια υποχωρεί, τότε η επίδρασή του δεν είναι τόσο καθοριστική στην κοινωνική μας παρουσία. Επίσης, μία σημαντική διαφορά του δυσλειτουργικού άγχους από το μη δυσλειτουργικό είναι ότι το πρώτο έχει σαν αποτέλεσμα σταδιακά να εγκαταλείπουμε και να αποφεύγουμε τις κοινωνικές συναλλαγές, ενώ το δεύτερο, αν και ξέρουμε ότι θα εμφανιστεί, δεν περιορίζει τις κοινωνικές μας επαφές γιατί μπορούμε να το αγνοήσουμε.

  Τα παραπάνω μπορούν να γίνουν περισσότερο κατανοητά δίνοντας κάποιους ορισμούς σχετικά με το κοινωνικό  άγχος:

Τρακ: Το τρακ είναι πιθανό να εμφανίζεται μόνο σε μία κατάσταση. Ένα άτομο, δηλαδή, μπορεί να έχει τρακ μόνο όταν πρόκειται να μιλήσει μπροστά σε κοινό, και όχι σε άλλες κοινωνικές περιστάσεις. Συχνά, ηθοποιοί, μουσικοί, καθηγητές, πολιτικοί, δικηγόροι έχουν τρακ πριν ή και κατά την διάρκεια της επαγγελματικής τους δραστηριότητας. Τα χαρακτηριστικά του τρακ μπορούν να συνοψιστούν στα παρακάτω: α) είναι πιο έντονο πριν την κατάσταση που έχουμε να αντιμετωπίσουμε. β) υποχωρεί πολύ γρήγορα αφότου ξεκινήσουμε να μιλάμε. γ) Αν και είναι ενοχλητικό συνεχίζουμε και μιλάμε. Και εν τέλει αισθανόμαστε ανακούφιση μετά την κοινωνική  μας δραστηριότητα

Ντροπαλότητα: Η ντροπαλότητα αποτελεί ένα πιο γενικό χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς μας, χαρακτηρίζοντας πολλές εκφάνσεις της ζωής μας. Αν και πολλοί άνθρωποι  που δηλώνουν ντροπαλοί, δεν φαίνεται να αφήνουν αυτό το χαρακτηριστικό να επηρεάσει τη ζωή τους (πολλοί είναι αυτοί που επέλεξαν να ασκήσουν ένα  επάγγελμα που να τους φέρνει αντιμέτωπους με κόσμο ώστε να καταπολεμήσουν την ντροπαλότητά τους), υπάρχουν επίσης πολλοί που περιορίζουν σε σημαντικό βαθμό τις δραστηριότητές τους εξαιτίας της ντροπαλότητάς τους και νιώθουν μοναξιά. Μερικά χαρακτηριστικά των ντροπαλών ατόμων είναι για παράδειγμα η εσωτερική ενόχληση στις κοινωνικές καταστάσεις και ελλιπείς κοινωνικές δεξιότητες, όπως και η συνεχής αίσθηση πως αν και θέλουν οι άλλοι να τους δεχτούν, έχουν τον φόβο ότι θα αγνοηθούν. Παράλληλα η επιθυμία για κοινωνικές επαφές η οποία είναι ισχυρότερη από τον φόβο αποτυχίας και τέλος μπροστά σε φιλικά άτομα, η ανησυχία υποχωρεί.

Κοινωνική φοβία: Η κοινωνική φοβία αποτελεί τη δυσλειτουργική μορφή του κοινωνικού άγχους. Είναι μια σοβαρή κατάσταση υπό την έννοια ότι τα άτομα που πάσχουν από κοινωνική φοβία αντιμετωπίζουν σε καθημερινή βάση έντονο άγχος στις κοινωνικές τους επαφές το οποίο συνήθως  οδηγεί στην αποφυγή τους.
 Τα άτομα αναγνωρίζουν ότι το άγχος αυτό είναι υπερβολικό και αδικαιολόγητο, ωστόσο νιώθουν ότι δεν μπορούν να το αντιμετωπίσουν ή να το ξεπεράσουν με αποτέλεσμα να περιορίζουν όλο και περισσότερο τις κοινωνικές τους επαφές ή την παρουσία τους σε χώρους που υπάρχουν και άλλα άτομα. Εκτός, από το φόβο ότι θα αποτύχουν στις κοινωνικές συναναστροφές, τα άτομα με κοινωνική φοβία αποφεύγουν και οποιαδήποτε δραστηριότητα μπροστά σε άλλους, όπως να φάνε, να πιούν, να γράψουν, να περπατήσουν κ.α. Κάποιες χαρακτηριστικές σκέψεις του ατόμου με κοινωνική φοβία είναι: φοβάμαι πως θα κάνω λάθος και θα γελοιοποιηθώ, θα γίνω ρεζίλι, θα κοκκινίσω και όλοι θα καταλάβουν το άγχος μου και θα με ταπεινώσουν, ή δε μπορώ να υπερασπιστώ τον εαυτό μου.

  Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι όταν το κοινωνικό άγχος λειτουργεί περιοριστικά στη ζωή μας και παρά τις προσπάθειές μας, δεν μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε, ίσως τότε χρειαζόμαστε τη βοήθεια ενός θεραπευτή για να το διαχειριστούμε. Το κοινωνικό άγχος σχετίζεται από την μία, με την επιθυμία μας να κάνουμε καλή εντύπωση στους άλλους και από την άλλη με τον φόβο μας ότι δεν θα μπορέσουμε να το καταφέρουμε. Όσο πιο ισχυρά εδραιωμένη είναι αυτή η πεποίθηση της αποτυχίας μέσα μας τόσο πιο έντονο είναι και το κοινωνικό μας άγχος. Έτσι, είναι λογικό αυτή την πεποίθηση της αποτυχίας, κάποιος που την βιώνει να μην μπορεί να την διαχειριστεί από μόνος του. Σε αυτή την περίπτωση η συνεργασία με ένα θεραπευτή μπορεί να συμβάλει στην αποτελεσματική αντιμετώπιση αυτής της δυσκολίας.

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

Τα όνειρα και πως αυτά επηρεάζουν την ζωή μας.



  Η μελέτη και οι θεωρίες γύρω από τα όνειρα ξεκίνησαν αιώνες πριν. Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης αναφέρουν τα όνειρα ως ενδείξεις της ψυχικής και της σωματικής κατάστασης του ατόμου.
  Τα όνειρά μας αποτελούν μια ψυχική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια του ύπνου. Ο ύπνος χαρακτηρίζεται από περιοδικά εναλλασσόμενα στάδια που περιλαμβάνουν γρήγορες κινήσεις του βολβού του ματιού και ονομάζονται REM στάδια και περιόδων που δεν κινούνται γρήγορα οι οφθαλμοί και ονομάζονται NREM στάδια. Τα όνειρα φαίνεται να λαμβάνουν χώρα κατά τα στάδια του ύπνου REM, κατά τη διάρκεια του οποίου ο εγκέφαλος αποσυνδέεται από τον εξωτερικό κόσμο και ελέγχει τις πληροφορίες που εισήχθησαν μέσα στην ημέρα ώστε να τις ενσωματώσει στη μνήμη.

  Τα όνειρα αποτελούν μια σειρά ασυνάρτητων συνήθως, παραστάσεων που παρουσιάζονται στη διάρκεια του ύπνου, την ώρα που η συνείδηση παραμένει αδρανής, δηλαδή, καθώς αναστέλλεται η ενέργεια της συνείδησης ενός ατόμου κατά τον ύπνο, παρουσιάζονται όνειρα. Θα πρέπει να σημειωθεί ωστόσο, ότι η συνειδητή ενέργεια αν και αναστέλλεται, δεν παύει εντελώς, γι’ αυτό το λόγο τα όνειρα δε μπορούν να χαρακτηριστούν εύκολα ως ενέργειες του ασυνείδητου.

  Τα όνειρα συνιστούν για την Ψυχολογία την πιο τυπική μορφή ψυχικής δραστηριότητος του ανθρώπου που κοιμάται. Ορίζονται ως σύνολο ή σειρά ασυνάρτητων παραστάσεων, ιδεών και συγκινήσεων, που παρουσιάζονται στο νου του ανθρώπου κατά τη διάρκεια του ύπνου, αδρανούσης της συνειδήσεως, ή ως αλληλουχία φανταστικών γεγονότων στα οποία νοερώς παρίσταται ο κοιμώμενος.
  Τα όνειρα εμφανίζονται όταν ανασταλεί η συνειδητή ενέργεια του υποκειμένου κατά τον ύπνο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η ενέργεια αυτή έχει καταπαύσει εντελώς. Το όνειρο είναι μια κατάσταση που δεν επιδέχεται άμεσο και εύκολο χαρακτηρισμό ως ασυνείδητη ενέργεια. Μπορεί το γνωστικό, συναισθηματικό και βουλητικό της συνειδήσεως να μη λειτουργεί άμεσα και εμφανώς, αλλά δε σημαίνει ότι στους διάφορους τύπους ονείρων δεν έχουμε μια προσυνειδιακή ή παρασυνειδιακή ή μετασυνειδιακή ενέργεια, που είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τις εμπειρίες που αποκτήσαμε σε κατάσταση συνειδητής εγρήγορσης ή που δεν είναι αντιδράσεις σε εξωτερικά αίτια που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια του ύπνου.
  Πρέπει, δηλαδή, να μιλάμε για ονειρευόμενη συνείδηση περισσότερο και η αίσθηση, η βούληση και όλες οι εξαρτώμενες από αυτή γνωστικές ενέργειες (αντίληψη - κρίση - μνήμη) έχουν περιορισθεί στο ελάχιστο, με αποτέλεσμα η συνείδηση να μην μπορεί να συσχετίσει σωστά και με συνέπεια τις διάφορες φάσεις του ονείρου, που εμφανίζεται τις περισσότερες φορές συγκεχυμένο. Η ονειροκριτική δράση κατά τη διάρκεια του ύπνου επιτελείται ελεύθερα και καμιά επίδραση δεν είναι δυνατό να ασκήσει σ' αυτήν η βούληση του υποκειμένου. Γι' αυτό και δεν ισχύουν για την κρίση της τα συνήθη κριτήρια της ηθικής συνειδήσεως.
  Τα περισσότερα όνειρα είναι εικονικά (και στατικά), έχουν δηλαδή σαν βάση τους διάφορες εικόνες ή παραστάσεις. Δεν αποκλείονται όμως και περιπτώσεις ονείρων που συνοδεύονται από κινητικές αντιδράσεις (όνειρα κινητικά) του υποκειμένου, όπως γέλιο, παραμιλητό, αναπήδηση ή ακόμα και υπνοβασία. Στην περίπτωση της υπνοβασίας, το υποκείμενο πράττει, ενώ έχει σηκωθεί κοιμώμενο από το κρεβάτι του, όλα τα συνηθισμένα έργα, το οποία πράττει και όταν είναι ξύπνιο, χωρίς, όταν ξυπνήσει, να μπορεί να θυμηθεί κάποια ενέργεια απ' αυτές που έπραξε κατά τη διάρκεια της υπνοβασίας.
  Σε άλλες προσεγγίσεις, όπως στη γνωστική ή τη συμπεριφοριστική Ψυχολογία το όνειρο δεν αναλύεται, αλλά εστιάζεται η θεραπεία στο «εδώ και τώρα» του θεραπευμένου σε σχέση με το θεραπευτή και ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της σχέσης αυτής το όνειρο παίρνει νόημα.

  Σε κάθε περίπτωση τα όνειρα αποτελούν κομμάτι των γνωστικών μας λειτουργιών και μπορεί να μας δώσουν απαντήσεις σε πολλές από τις προσωπικές μας εσωτερικές αναζητήσεις. Αν και όπως φάνηκε από τα παραπάνω υπάρχει ποικιλία προσεγγίσεων και διάσταση απόψεων σε σχέση με τη λειτουργία και το ρόλο των ονείρων στην ψυχολογική μας κατάσταση, τα όνειρα φαίνεται να σχετίζονται με τις ανησυχίες που έχουμε στη ζωή μας γενικότερα. Όπως υποστηρίζει ο Domhoff «Αυτά που ονειρεύονται (οι άνθρωποι) είναι επίσης και αυτά που σκέφτονται όταν είναι ξύπνιοι».